πειρητίζω
English (LSJ)
Ep. form of πειράω, only pres. and impf.,
A attempt, try, prove, abs., Il.15.615, Od.24.221 : c. inf., ῥήγνυσθαι μέγα τεῖχος . . πειρήτιζον Il. 12.257 ; πλήκτρῳ ἐπειρήτιζε touched the strings with it, h.Merc.53,419. II c. gen. pers., make trial of, συβώτεω πειρητίζων εἰ . . Od.14.459 ; συβώτεω π., ἤ μιν ἔτ' ἐνδυκέως φιλέοι . . ἦ . . 15.304; μή τί μευ, ἠΰτε παιδός... πειρήτιζε Il.7.235. 2 c. gen. rei, σθένεος καὶ ἀλκῆς Od.22.237 ; τόξου 21.124, 149. III c. acc., στίχας ἀνδρῶν π. attempt, i.e. attack, the lines, Il.12.47.