Στυμφάλιος

Revision as of 12:21, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

French (Bailly abrégé)

α, όν :
de Stymphale.
Étymologie: Στύμφαλος.

English (Slater)

Στυμφᾱλιος
   1of Stymphalos ἀπὸ Στυμφαλίων τειχέων ποτινισόμενον (O. 6.99)