ον,
A carried by ship, seafaring, ἄνδρες Pi.P.1.33.
[Seite 232] vom Schiffe getragen, zu Schiffe fahrend, Pind. P. 1, 33, ἄνδρες.
ναυσῐφόρητος: -ον, ὁ ὑπὸ τῶν νεῶν φερόμενος, ὁ πλέων, Πινδ. Π. 1. 64.
ος, ον :transporté sur des navires.Étymologie: ναῦς, φορέω.