A v. πλήξιππος. πλαριᾶν· μίγνυσθαι, Hsch.
[Seite 625] dor. statt πλήξιππ ος, Pind.
πλάξιππος: -ον, Δωρ. ἀντὶ πλήξιππος, Πίνδ.