γυιαρκής

Revision as of 14:30, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

English (LSJ)

ές,

   A strengthening the limbs, νωδυνία Pi.P.3.6.

German (Pape)

[Seite 508] ές, Glieder stärkend, Pind. P. 3, 6 νωδυνίαι.

Greek (Liddell-Scott)

γυιαρκής: -ές, ὁ ἐνισχύων τά μέλη, Πίνδ. Π. 3, 12.

English (Slater)

γυιαρκής
   1 strengthening the limbs τέκτονα νωδυνίας ἥμερον γυιαρκέο̄ς Ἀσκλαπιόν (νωδυνιᾶν γυιαρκέων coni. Hermann) (P. 3.6)