ἀγελαιοκόμος: -ου, -λεώς, ὁ πρὸς ὕννιν ἀφορῶν καὶ κώπην, Ν. Χων. σ. 590, 20, ἔκ. Β, «Παλλάδ. βίῳ Χρυσ. 14C.»
-ου, ὁ pastor espiritual, Pall.V.Chrys.4.77.