ἀναπόθετος
English (LSJ)
ον,
A not stored up, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπόθετος: ὁ μὴ ἀποτεθειμένος, «ἀταμίευτα, ἀδιοίκητα, ἀναπόθετα» Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ον
imperecedero ἀναπόθετον ... τὴν τοῦ Σωτῆρος ... βασιλείαν Cyr.Al.M.68.748B.
ον,
A not stored up, Hsch.
ἀναπόθετος: ὁ μὴ ἀποτεθειμένος, «ἀταμίευτα, ἀδιοίκητα, ἀναπόθετα» Ἡσύχ.
-ον
imperecedero ἀναπόθετον ... τὴν τοῦ Σωτῆρος ... βασιλείαν Cyr.Al.M.68.748B.