βολαῖα
From LSJ
Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt
Spanish (DGE)
sent. dud., quizá estercolero βολαῖα δὲ δ[ύ] ναται [...] τοὺς [β] ορβορώδ[εις] τόπους anón.zool. en POxy.2744.2.6, cf. βολεών.