A arrive at, εἰς . . Plb.10.29.3.
[Seite 620] (s. ἱκνέομαι), durch- u. hinkommen, εἴς τι, Pol. 10, 29, 3.
διεξικνέομαι: φθάνω, εἰς τόπον Πολύβ. 10. 29, 3.
llegar ἕως εἰς τὰς ὑπερβολὰς διεξίκοιτο τοῦ Λάβου Plb.10.29.3.