διοργανίζω
English (LSJ)
A dispose suitably, in Pass., Zos.Alch.p.251 B., Syn. Alch.p.62 B.
Spanish (DGE)
alquim. pasar por el διοργανισμός en v. pas. ἡ τέφρα ἐστὶ τὸ διοργανισθὲν ὕδωρ Zos.Alch.251.9, (ἡ ὑδράργυρος) διοργανιζομένη Syn.Alch.62.12.
A dispose suitably, in Pass., Zos.Alch.p.251 B., Syn. Alch.p.62 B.
alquim. pasar por el διοργανισμός en v. pas. ἡ τέφρα ἐστὶ τὸ διοργανισθὲν ὕδωρ Zos.Alch.251.9, (ἡ ὑδράργυρος) διοργανιζομένη Syn.Alch.62.12.