ἐμπαραλαμβάνω
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
Spanish (DGE)
gram., de palabras entender, tomar como, interpretar en v. pas. ἐμπαραληφθῆναι ὑπὸ τοῦ σημαινομένου τὸ «αὐτοῦ» Sch.Er.Il.10.25b.