δυσπαράπιστος
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de disuadir, indómito ἐπὰν ὑπὸ θυμοῦ κρατηθῶμεν, δυσπαραπιστότεροι (ἡμεῖς) Arist.Phgn.809a35.
2 imposible de falsificar, de toda garantía (σφραγίδες θριπήδεστοι) Ammon.Diff.244.