ἀκροβελίς
English (LSJ)
ίδος, ἡ, (ὀβελός)
A point of dart, Archipp.10. II = εἶδος ἀκοντίου, Suid.
German (Pape)
[Seite 82] ίδος, ἡ, Spitze des Bratspießes, Archipp. B. A. 371.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροβελίς: -ίδος, ἡ, ἡ αἰχμὴ βέλους ἢ ὀβελός, «σοῦβλα». Ἄρχιππ. ἐν «Ἡρακλεῖ γαμοῦντι» 3.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
• Prosodia: [-ῐ-]
1 punta de asador Archipp.9, cf. ἀκροβελίδες· ἄκρα τοῦ ὀβελίτου ἄρτου ἢ τῶν ὀβελίσκων Hsch.
2 cierto dardo Sud.