ή, όν,
A astonishing, Eust.1420.5.
ἐκθαμβητικός: -ή, -όν, ὁ θάμβος ἢ ἔκπληξιν ἐμβάλλων, Εὐστ. Ὀδ. 1420. 5.
-ή, -όνpasmoso, asombroso subst. τὸ ἐ. estupor, pasmo Eust.1420.6.