ή, όν,
A able to produce, εἰδώλων Iamb.Myst.3.28 (dub. l.).
ἀναγεννητικός: -ή, -όν, = ἱκανὸς νὰ ἀναπαραγάγῃ, τινὸς Ἰαμβ. Μυστ. 3. 28.
-ή, -όνgenerador, creador δραστικῶν εἰδώλων Iambl.Myst.3.28 (var.).