ἐγχρονιστέον
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχρονιστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐγχρονίζω, δεῖ ἐγχρονίζειν, Δίδ. Ἀλεξ. σ. 356, ἔκδ. Μί.
Spanish (DGE)
hay que detenerse, hay que demorarse a explicar τῷ ῥητῷ Didym.Trin.18.53, τῷ πυοποιῷ τῆς ἀγωγῆς τρόπῳ Antyll. en Orib.45.15.9.