διάσωσις
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
Greek (Liddell-Scott)
διάσωσις: -εως, ἡ, διατήρησις, σωτηρία, μτγ.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
salvación τοῦ γένους δ. por parte de Noé, Gr.Nyss.M.46.844A, cf. 849B.