ἐνυπνίασις
From LSJ
Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein
Greek (Liddell-Scott)
ἐνυπνίᾰσις: -εως, ἡ, τὸ ἐνυπνιάζεσθαι, ἐνυπνιασμός, Ἐπιφάν. τ. 1. σ. 96Β.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ polución nocturna Epiph.Const.Haer.26.13.5.