δραπέτευμα
English (LSJ)
ατος, τό, = foreg., Diocl.Com.12.
German (Pape)
[Seite 665] τό, dasselbe, Diocles bei B. A. 88.
Greek (Liddell-Scott)
δρᾱπέτευμα: τό, = τῷ ἑπομ., Διοκλῆς Μελίττ. 7.
Spanish (DGE)
-ματος, τό escapatoria Diocl.Com.12.
ατος, τό, = foreg., Diocl.Com.12.
[Seite 665] τό, dasselbe, Diocles bei B. A. 88.
δρᾱπέτευμα: τό, = τῷ ἑπομ., Διοκλῆς Μελίττ. 7.
-ματος, τό escapatoria Diocl.Com.12.