ἀμφίσβατος
English (LSJ)
ον,
A = ἀμφισβήτητος, Hellanic.193J.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίσβᾰτος: -ον, = ἀμφισβήτητος, Ἑλλάνικ. 177.
Spanish (DGE)
-ον discutido Hellanic.193.
ον,
A = ἀμφισβήτητος, Hellanic.193J.
ἀμφίσβᾰτος: -ον, = ἀμφισβήτητος, Ἑλλάνικ. 177.
-ον discutido Hellanic.193.