Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
ἀνήριστα: «ἀνέριστα, ἄπλαστα» Ἡσύχ.
v. ἀνάριστος.