ἀνοικειοπρόσωπος

Revision as of 12:13, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοικειοπρόσωπος: ον· «τὸ ἀνοικειοπρόσωπον Εὐριπίδης ἔχει ἐπίληπτον», δηλ. ἔχει ἀξιόμεμπτον τὸ ὅτι δὲν ἀποδίδει οἰκείως τοῖς προσώποις τοῦ δράματος τὰ ἤθη καὶ τοὺς λόγους, Ἰω. Τζέτζ. Προλεγόμ. εἰς Ἀριστοφ. ἐν Ναυκίου Λεξικ.

Spanish (DGE)

-ον
1 inapropiado, inadecuado τὸ ἀ. la impropiedad de una expresión Tz.Comm.Ar.3.1076.40.
2 adv. -ως inadecuadamente, Tz.Comm.Ar.3.972.5.