ἀπόλυγμα
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόλυγμα: τό· «ἀπογύμνωσις· Κύπριοι» Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ματος, τό chipr. acción de desnudar(se) Hsch.