ἀργοφάγος
From LSJ
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
Greek (Liddell-Scott)
ἀργοφάγος: -ον, (φᾰγεῖν) ὁ μὴ ἐργαζόμενος διὰ τὴν τροφήν του, ὁ ἀργός, μὴ ἄσωτος, μὴ μέθυσος ἢ ἀργοφάγος Διαταγ. Ἀποστ. 2. 49.
Spanish (DGE)
-ον que come sin trabajar, Const.App.2.50.1.