ἀργυρόχρυσος
From LSJ
Ὁμιλίας δὲ τὰς γεραιτέρων (γεραιτέρας) φίλει → Seniliores quaere amicitias tibi → Den Umgang mit den Älteren erwähle dir
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠρόχρυσος: [ῡ], -ον, ὁ ἐξ ἀργύρου καὶ χρυσοῦ, ἀλλ’ ἴσως ὁ ἐξ ἀργύρου ἐπικεχρυσωμένου, Γεωργ, Παχυμ. Ἀνδ. Παλαιολ. σ. 746Ε.
Spanish (DGE)
-ον
de oro y plata de las imágenes en un templo Pers.M.10.101B.