αὐθεκούσιος
Greek (Liddell-Scott)
αὐθεκούσιος: -ον, διάφ. γρ. παρ’ Εὐσεβ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 6. 247C ἀντὶ αὐτεξούσιος.
Spanish (DGE)
-ον
I 1voluntario, aceptado libremente προαίρεσις Eus.PE 6.6.63, ἀναχώρησις Eus.PE 7.16.3, ὑπακοή Eus.E.Th.3.15.
2 neutr. subst. τὸ αὐθεκούσιον el libre arbitrio, el albedrío ὁ τοῦ αὐθεκουσίου λόγος Eus.PE 6.6.21, τὸ αὐθεκούσιον τῆς ψυχῆς Eus.PE 6.6.33.
II adv. -ως voluntariamente καί τινας ἀσκητικὰς προτροπὰς αὐ. ἀγαπήσασα Eus.PE 6.6.35.