ἀναπλασμὸς ἐκ ματαίων ἐλπίδων → building of castles in the air
αὐτάρεστος: «ὁ ἐφ’ ἑαυτῷ ἀγαλλόμενος», Ἡσύχ.
-ον satisfecho de sí mismo Hsch.