διακρατύνω
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
Spanish (DGE)
medic. consolidar, endurecer en v. pas. τὸ σπέρμα ... οὔπω διακεκρατυμμένον (sic) τῇ πήξει el esperma, aún no consolidado por la coagulación Sor.34.2.