διαμαστίζω
German (Pape)
[Seite 589] = διαμαστιγόω, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διαμαστίζω: αὐστηρῶς μαστιγώνω, δέρω, τῷ λόγῳ Εὐσ. ἐν βίῳ Κωνστ. σ. 540.
Spanish (DGE)
fustigar fig. τῷ λόγῳ Eus.VC 4.29.4, cf. Gloss.2.272.
[Seite 589] = διαμαστιγόω, Sp.
διαμαστίζω: αὐστηρῶς μαστιγώνω, δέρω, τῷ λόγῳ Εὐσ. ἐν βίῳ Κωνστ. σ. 540.
fustigar fig. τῷ λόγῳ Eus.VC 4.29.4, cf. Gloss.2.272.