ἐκκολυμβάω

Revision as of 12:28, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_13)

English (LSJ)

   A plunge into the sea from.., c. gen., ναός E.Hel.1609 : abs., Ar.Fr.80, cf. D.S.20.86, Act.Ap.27.42 ; swim ashore, εἰς τὴν γῆν D.H.5.24, cf. App.Syr.6.

German (Pape)

[Seite 764] herausschwimmen, durch Schwimmen entkommen; ναός Eur. Hel. 1609; D. Sic. 20, 86; εἰς τὴν γῆν Dion. Hal. 5, 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκολυμβάω: κολυμβῶ ἔξω, εἰς τὴν ξηρὰν ἐκ πλοίου, ναὸς Εὐρ. Ἠλ. 1609, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 51· εἰς τὴν γῆν Διον. Ἁλ. 5. 24.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
s’échapper à la nage, en gén. se jeter à la nage.
Étymologie: ἐκ, κολυμβάω.

Spanish (DGE)

1 zambullirse, tirarse al agua εὖ γ' ἐξεκολύμβησ' οὑπιβάτης Ar.Fr.82, ἐκκολυμβᾶν ναός tirarse al mar desde la nave E.Hel.1609, οἱ πλεῖστοι δὲ καιομένων τῶν ἀκατίων ἐξεκολύμβησαν D.S.20.86, cf. App.Syr.56, μή τις ἐκκολυμβήσας διαφύγῃ Act.Ap.27.42.
2 emerger ἐξεκολύμβησεν εἰς τὴν γῆν D.H.5.24.