προσανατρέχω
English (LSJ)
A run up to, λόφον D.H.1.56; εἰς τοὺς ὑψηλοτέρους τόπους D.S.5.47; τοῦ λάρυγγος -τρέχοντος τῇ ἐπιγλωττίδι Gal.UP4.8; of iron approaching a magnet, Porph.Abst.4.20: metaph., π. ταῖς οὐσίαις, i.e. become suddenly rich, D.S.16.83. II run back, retrace past events, βραχὺ περί τινος Plb.5.31.8; π. τοῖς χρόνοις περί τινων Id.1.12.8, etc. III v. προανατρέχω.