προσήκω

Revision as of 00:17, 9 February 2013 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

(written προσhεκ-, i.e. προσἡκ-, IG12.57.15), Dor. ποθήκω GDI2151, al. (Delph.), hyperdor. ποθάκω Diotog. ap. Stob. 4.1.133:—

   A to have come, be at hand, be present, χρεία προσήκει A.Pers. 143 (anap.); ὡς φίλοι προσήκετε S.Ph.229, cf. OC35, El.1142; ἐνταῦθ' ἐλπίδος προσήκομεν E.Or.693; π. ὄχθαι ἐπὶ τὸν ποταμόν reach to the river, X.An.4.3.23; τοῦ πρὸς ταῦτα -ήκοντος θεάτρου Id.HG7.4.31.    II metaph., belong to, εἰ τῷ ξένῳ τούτῳ προσήκει Λαΐῳ τι συγγενές S.OT814; τῷ γὰρ προσήκει . . τόδε; whom does this concern? Id.El.909; Πενθεῖ δὲ τί μέρος . . προσῆκε; E.Ba.1301; νομίσας ἑορτὴν ἑαυτῷ τι προσήκειν Th.1.126; τῇ βασιλείᾳ π. οὐ ῥᾳδιουργία, ἀλλὰ καλοκἀγαθία X.Ages.11.6, cf. Pl.R.443a; ὅσα τριήρεσιν προσήκει Id.Criti. 117d, etc.; γεωργίᾳ, ναυτιλίᾳ π., appertain to... Id.R.527d: sts. folld. by πρός, οὐδὲν πρὸς Πέρσας τοῦτο π. τὸ πάθος Hdt.8.100, cf. D.C. 58.27.    b of persons, belong to, be related to (cf. infr. 111.3), τινι E.IT550; Τηρεῖ· . . ὁ Τήρης οὗτος οὐδὲν π. Th.2.29; αὐτῇ π. Φειδίας is concerned with her, Ar.Pax616; προσήκετε ἡμῖν τὰ μέγιστα Th.6.84; π. γένει Ar.Ra.698: c. inf., οὐ προσήκομεν κολάζειν τοῖσδε we do not belong to them to punish, i.e. it is not for them to punish us, E.Or. 771 (troch.).    2 impers., it belongs to, concerns, freq. with neg. and gen. rei (with περί c. gen., Phld.Rh.1.202 S.), οὐδέν μοι π. τῆς αἰτίας ταύτης I have nothing to do with . ., Antipho 6.33, cf. X.An.3.1.31, Cyr.8.1.37; ἐμοὶ οὐδαμόθεν π. τούτου τοῦ πράγματος And.4.34; οὐδ' ὁτιοῦν π. ἑαυτοῖς οὐδενὸς τῶν Ἁγνίου D.43.20, cf. 35.33; so with a question, τί οὖν π. δῆτ' ἐμοὶ Κορινθίων; Ar.Av.969, cf. X.Mem.4.5.10, etc.; προσήκει [τισὶ] οἰκείου τινὸς ἀγαθοῦ they possess a peculiar excellence, Dam.Pr.34.    b c. dat. pers. et inf., it belongs to, beseems, οἷς προσῆκε πενθῆσαι A.Ch.173; οὔ σοι προσήκει τήνδε προσφωνεῖν φάτιν S.El.1213; τοὐναντίον δρῶν ἢ προσῆκ' αὐτῷ ποιεῖν Ar.Pl.14; ἀγαθοῖς ὑμῖν π. εἶναι X. An.3.2.11, cf. Pl.Phdr.233a; cf. infr. 111.4: c.acc. pers., οὔ σε προσήκει . . λέγειν' tis not meet that thou... A.Ag.1551 (anap.), cf. E.Or.1071, Pl.Grg.491d, X.An.3.2.15 (the impf. προσῆκεν is said to be used for προσήκει in 7.7.18, Eq.12.14: Att. usage, acc. to Thom.Mag.p.287 R.): sts. the two constructions are combined, προσήκει τοῖς μὲν ἄλλοις . . στέργειν, σὲ δὲ . . νομίζειν Isoc.5.127: sts. the inf. is supplied, ἑκάστῳ (v.l. ἕκαστος) ἀπολοφυράμενοι ὃν π. [ἀπολοφύρασθαι] ἄπιτε Th.2.46; ἐγὼ δὲ πάνθ' ὅσα π. τὸν ἀγαθὸν πολίτην [πράττειν] ἔπραττον D.18.180, cf. 23.164, Isoc.15.119, X.Mem.2.1.32.    III freq. in Part. as Adj.,    1 belonging to one, αἰτία οὐδὲν ἐμοὶ προσήκουσα D.21.110, cf. Antipho 5.2; μηθενὶ μηθὲν ποθήκουσα, of a slave, GDI l.c.: c.gen., ἐν τοῖς τοῦ πράγματος ἑκάστοις προσήκουσιν all that belongs to his business, Pl.Lg. 643b: abs., τὰς οὐ προσηκούσας ἁμαρτίας not his own faults, Antipho 3.2.10; τὰ μὴ π. ( ἀλλότρια) ἐπικτωμένους Th.4.61; οἱ π. ξύμμαχοι Id.1.40, etc.    2 befitting, proper, meet, π. ἐγκλήματα ibid., Hyp. Eux.24; ἡ π. σωτηρία Th.6.83; τὸ π. ἑκάστῳ ἀποδιδόναι Pl.R.332c; τιμαί Id.Lg.952c, cf.Epin.985d; ἔλεος D.21.196, etc.: τὰ π. what is fit, seemly, εἰπεῖν περὶ Κύρου τὰ π. X.Cyr.3.3.1; τὰ π. πράττειν to do one's duty, Id.Mem.1.1.12, etc.; τὰ π. ἔργα Id.HG3.4.16; also τὸ προσῆκον fitness, propriety, ἐκτὸς τοῦ π. E.Heracl.214; πέρα τοῦ π. Antipho 5.1; μακρότερα τοῦ π. Pl.Cra.413a; μᾶλλον τοῦ π. Id.Lg. 697c; παρὰ τὸ π. Id.Phlb.36d, Thphr.Char.17.1; κατὰ τὸ π. Plu.2. 122a; so οὐκ ἐκ προσηκόντων Th.3.67: c. inf., προσήκοντα ἀκοῦσαι σοφίσματα fit to hear, Pl.R.496a; λόγοι π. ἀκούειν Id.Lg.811d.    3 of persons, akin, τὸ ἀνέκαθεν τοῖσι Κυψελίδῃσι ἦν προσήκων Hdt.6.128, cf. A.Ch.689; γένει προσήκων βασιλεῖ X.An.1.6.1; οἱ προσήκοντες γένει E.Med.1304, cf. Pl.Lg.874a; κατὰ γένος, διὰ συγγένειαν, Plu. Thes.19, Cat.Mi.14, etc.; οἱ προσήκοντες τῷ νεκρῷ Hdt.4.14, cf. X. HG1.7.21, etc.; οἱ προσήκοντές οἱ his relations, Hdt.1.216; also οἱ π. τινός Th.1.128, Lys.18.1, Pl.Ap.34b; οἱ μάλιστα π. Hdt.3.24; πατέρας καὶ ἀδελφοὺς καὶ ἄλλους τοὺς π. Pl.Ap.33d; Dor. οἱ ποθίκοντες Orac. ap. D.43.66: hence αἱ προσήκουσαι ἀρεταί hereditary fair fame, Th.4.92.    b οὐδὲν προσήκων one who has nothing to do with the matter, Pl.R.539d; οὐδὲν προσῆκον ἐνίοις though there is no connexion in some cases, Id.Cra.397b: c. inf., θεὸν . . οὐδὲν προσήκοντ' ἐν γόοις παραστατεῖν having no concern with assisting one in sorrows, A.Ag. 1079; πρὸς τοὺς μὴ προσήκοντας (sc. ὀλιγωρίας τυγχάνειν) Arist.Rh. 1379b12.    4 abs. in neut., οὐ προσῆκον though or since it is not fitting, Th.3.40; οὐδὲν π . . . ἐπιτάσσειν Id.6.82, cf. 84: without a neg., prob. in Hyp.Dem.Fr.10; ὡς π. αὐτοῖς χρῆσθαι Pl.Tht.196e.