σαρκοφανής
English (LSJ)
ές,
A with a fleshy outside, S.E.P.1.50. II Subst., open-work garment, ἄρτι μοι πέμψον σαρκοφανὴν ἔχοντα κτλ. POxy. 936.26 (iii A.D.).
ές,
A with a fleshy outside, S.E.P.1.50. II Subst., open-work garment, ἄρτι μοι πέμψον σαρκοφανὴν ἔχοντα κτλ. POxy. 936.26 (iii A.D.).