στάσιμος
English (LSJ)
[ᾰ], ον, (στάσις): I Act., checking, stopping, τὰ σ. τοῦ αἵματος styptics, Hp.Mul.2.110; of foods,= στατικός 1, Id.Vict.2.54,55. II Pass., brought to a stand, standing, stationary: of water, stagnant, Id.Aėr.7, X.Oec.20.11, Aen.Tact.8.4, etc.; -ώτατος ποταμῶν Id.Aër.15; σ. αἷμα Id.Acut. (Sp.9; σ. ὕδατα, opp. ῥυτά, Arist.Mete.353b19. b stable, steadfast, opp. ὑγρός and ῥοώδης, Hp.Mul.2.111, cf. Nat.Mul. 1, Diog.Apoll.5 (Comp.); τὸ ψυχρὸν ἔοικε σ. εἶναι, opp. κινητικόν, Plu.2.945f; σ. κίνησις Pl.Sph.256b, cf. Tht.180b, Arist.GA717a30 (Comp.); πνεῦμα Thphr.CP5.12.11; βίος BCH51.148 (Salamis Cypr.); σ. ἄστρα fixed, Poll.4.156; σ. ὄργανα defined in Orib.49.2.6. Adv. -μως Hp.Acut.29: Comp. -ωτέρως Pl.Ti.55e. 2 of men, steadfast, steady, φύσεις κόσμιοι καὶ σ. Id.R.539d; τὰ σ. γένη ἐξίσταται εἰς νωθρότητα Arist. Rh.1390b30; φρόνιμος καὶ σ. ἄνθρωπος Plb.27.15.10; -ώτερος, opp. τολμηρότερος, Id.21.7.5: τὸ σ. steadiness, Id.6.58.13; τὸ σ. τῆς ἵππου the heavy cavalry, Id.3.65.6; οἱ -ώτατοι τῶν ἀνδρῶν Id.15.16.4. 3 of music, ἡ Δωριστὶ -ωτάτη καὶ μάλιστα ἦθος ἔχουσα ἀνδρεῖον Arist.Pol.1342b13, cf. 1340b9, Pr.922b15; μέτρον -ώτατον, of heroic verse, Id.Po.1459b34; λέξις σ. Id.EN1125a14:—but, b στάσιμον, τό, in Tragedy, choral song, distd. by Aristotle fr. πάροδος and defined as μέλος χοροῦ τὸ ἄνευ ἀναπαίστου καὶ τροχαίου, Po. 1452b23, cf. S.E.M.6.17, Poll.4.53, Ath.13.592b; expld. as sung by the chorus when stationary, σ. μέλος ὃ ᾄδουσιν ἱστάμενοι οἱ χορευταί Sch. Ar.Ra.1314, cf. Arg.A.Pers., Sch.Ar.V.270, Sch.S.Tr.216, EM690.49, 725.2; cf. στάδην. 4 ἀργύριον σ. money out at interest, Lex Solonis ap.Lys.10.18. III (στάσις A. 11) weighed, weighable: τὰ σ., = σταθμία, Cephisod.13; θεωρῶν . . τὸν ἄνδρα . . ἕλκοντα τὸ τῆς πράξεως σ. Plb.8.19.2.