στηθοδέσμη
English (LSJ)
ἡ, woman's
A breast-band, EM749.44; also στηθο-δεσμία, ἡ, Sor.1.55; στηθο-δεσμίς, ίδος, ἡ, PCair.Zen.456.1 (iii B.C.), LXXJe.2.32, Phleg.Fr.36.1J., Gal.18(1).823; στηθό-δεσμος, ὁ, Poll.7.66: a bandage, Heliod. ap. Orib.48.49 tit.:—Dim. στηθο-δέσμιον, τό, EM749.40.