συμπαραινέω
English (LSJ)
A join in recommending, χρηστὰ τῇ πόλει ξ. Ar.Ra. 687; καλῶς κακῶς πράσσοντι συμπαραινέσαι S.Fr.576. 2 join in approving, Ar.Av.852 (lyr.).
A join in recommending, χρηστὰ τῇ πόλει ξ. Ar.Ra. 687; καλῶς κακῶς πράσσοντι συμπαραινέσαι S.Fr.576. 2 join in approving, Ar.Av.852 (lyr.).