κατήγορος

Revision as of 17:49, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

English (LSJ)

ὁ,

   A accuser, Hdt.3.71, S.Tr.814, And. 4.16, Lys.7.11, Pl.Ap.18a (pl.), Apoc.12.10, etc.; δημόσιος κ. public prosecutor, PFlor.6.6 (iii A.D.); betrayer, φρονημάτων ἡ γλῶσσ' ἀληθὴς γίγνεται κ. A.Th.439; ἀμέλειά ἐστι σαφὴς ψυχῆς κ. κακῆς X.Oec.20.15; πνεῦμα ὧν κατήγορον, . . δρόμοις [ἡ φύσις] ἐκβιᾶται κατηγορέειν what the respiration reveals, Hp.de Arte 12.

Greek (Liddell-Scott)

κατήγορος: -ον, ὁ κατηγορῶν, Ἡρόδ. 3. 71, Σοφ. Τρ. 814, Ἀνδοκ. 31. 11, Λυσ. 109. 15, κτλ.·― προδότης ἢ καταδότης, φρονημάτων ἡ γλῶσσ’ ἀληθὴς γίγνεται κατ. Αἰσχύλ. Θήβ. 439, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 20. 15.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 accusateur;
2 adj. (ὁ, ἡ) qui trahit, qui révèle.
Étymologie: κατά, ἀγορέω.

English (Strong)

from κατά and ἀγορά; against one in the assembly, i.e. a complainant at law; specially, Satan: accuser.