θεοδίδακτος
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A taught of God, 1 Ep.Thess.4.9.
German (Pape)
[Seite 1195] von Gott gelehrt, N. T., K. S.
Greek (Liddell-Scott)
θεοδίδακτος: -ον, διδαχθεὶς ὑπὸ τοῦ θεοῦ, Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Θεσσ. δ΄, 9. - Ἐπιρρ. -τως, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
instruit par la divinité.
Étymologie: θεός, διδάσκω.