συνωρίς
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A pair of horses (with or without a chariot or carriage, σ. χωρὶς δίφρου Pl.Criti.119b), E.Rh.987, Ar.Nu.1302, Pl. Phdr.246b, IG5(2).550.27 (Megalopolis, iv B.C.), etc.; τέθριππα καὶ ξυνωρίδες Com.Adesp.1281; εἰς τοὺς τροχοὺς τῆς [συνω]ρίδος PCair.Zen.782 (a).21 (iii B.C.); εἰς ἵππους θηλείας τῆς σ. τῆς ἀγαγούσης ἐγ Μέμφεως εἰς Φιλαδέλφειαν Ζήνωνα ib.292.66 (iii B.C.); εἰς τὰ παραγενόμενα τῇ γ ἅρματα έ (ἵππων) β συνωρίδας γ (ἵππων) γ τοῖς πᾶσιν ἵπποις ιθ PPetr.2p.74 (iii B.C.); σ. πωλική IG42(1).101.46 (Epid., i A.D.), cf. Paus.10.7.8; ἵππων τελείων Id.5.8.10; of mules, Id.5.9.2; ἐλεφάντων ἅρμα καὶ σ. Plb.30.25.11 (dub.): a coin stamped with a biga (cf. πῶλος 11), E.Fr.675. 2 generally, a pair or couple of anything, A.Ag.643; τέκνων E.Med.1145, cf. S.OC895, Com.Adesp.834 (= Trag.Adesp. 198). II of things, πέδας τε χειροῖν καὶ ποδοῖν ξυνωρίδα manacles for the hands and for the feet, a coupling fetter, A.Ch.982; ὅπου γὰρ ἰσχὺς συζυγοῦσι καὶ δίκη, ποία ξ. τῶνδε καρτερωτέρα; what pair is stronger than this? Id.Fr.381.