Βορυσθενίτης

English (LSJ)

v. sub Βορυσθένης.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): -νεῖται Hdt.4.17; fem. -νῖτις St.Byz.s.u. Βορυσθένης
boristenita ét. de la zona del Borístenes (Dnieper) y de la ciudad del mismo n., Hdt.l.c., Men.Fr.772, Luc.Tox.61, D.L.4.23, 46, St.Byz.l.c.

Russian (Dvoretsky)

Βορυσθενίτης: ου ὁ, Βορυσθενῖτις, ιδος ἡ Luc., Diog. L. = Βορισθενεΐτης.