αγλαοφώτις

Greek Monolingual

ἀγλαοφῶτις (-ιδος), η (Α)
φυτό που ταυτίζεται με είδος του γένους Παιωνία η φαρμακευτική.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + φῶς].