αγριόδεντρο

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482

Greek Monolingual

και -δέντρι, το
κάθε άγριο δέντρο, καθώς και δέντρο, άγριο ή ήμερο, που δεν παράγει φαγώσιμους καρπούς και γενικότερα δεν είναι χρήσιμο.