αγροφύλακας

Greek Monolingual

ο (Μ ἀγροφύλαξ)
φύλακας τών αγρών
νεοελλ.
υπάλληλος της αγροφυλακής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγρός + φύλαξ.
ΠΑΡ. αγροφυλακιάτικο].