αερομάντης

Greek Monolingual

ο (θηλ. -ισσα)
αυτός που ασκεί την αερομαντεία, ο αεροσκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αερόμαντις (< αήρ + μάντις), με μεταπλασμό του ον. κατά τα πρωτόκλιτα σε -ης].