αμμόλοφος

From LSJ

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410

Greek Monolingual

ο
λόφος από άμμο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμμος + λόφος. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sand hill].