αμφιλαμβάνω

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source

Greek Monolingual

ἀμφιλαμβάνω (Α)
πιάνω καλά, στέρεα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + λαμβάνω.