ανέφελος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνέφελος, -ον)
ασυννέφιαστος, ξάστερος
νεοελλ.
μτφ. γαλήνιος, ήρεμος, αισιόδοξος
αρχ.
μτφ. αυτός που δεν μπορεί να μείνει κρυμμένος, ο φανερός.
-η, -ο (Α ἀνέφελος, -ον)
ασυννέφιαστος, ξάστερος
νεοελλ.
μτφ. γαλήνιος, ήρεμος, αισιόδοξος
αρχ.
μτφ. αυτός που δεν μπορεί να μείνει κρυμμένος, ο φανερός.