ανέφελος
From LSJ
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνέφελος, -ον)
ασυννέφιαστος, ξάστερος
νεοελλ.
μτφ. γαλήνιος, ήρεμος, αισιόδοξος
αρχ.
μτφ. αυτός που δεν μπορεί να μείνει κρυμμένος, ο φανερός.