αναπάντητος

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναπάντητος, -ον) ἀπαντώ
νεοελλ.
1. αυτός που δεν πήρε απάντηση, που έμεινε χωρίς απάντηση
2. αυτός που δεν έδωσε ή δεν μπορεί να δώσει απάντηση, που αποστομώθηκε
3. αυτός, τον οποίο δεν συνάντησε ή δεν επιθυμεί κανείς να συναντήσει
αρχ.
(για δρόμο) αυτός, στον οποίο κανείς δεν συναντά κανένα.