αντικαταστάτης

Greek Monolingual

ο κ. θηλ. -τρια
αυτός που αντικαθιστά κάποιον, αναπληρωτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντικαθίστημι, -θιστώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1838 στους Ελληνικούς Κώδικες].