απαντητικός

Greek Monolingual

-ή -ό (AM ἀπαντητικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που δίνεται ή στέλνεται ως απάντηση («απαντητικό έγγραφο»)
μσν.
αυτός που πρόκειται να συναντήσει κάποιον
αρχ.
ο επιθετικός.